- λοξοδρομικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λοξοδρομία ή αυτός που γίνεται κατά τη λοξοδρομία2. φρ. α) «λοξοδρομική απόσταση» — το μήκος τού τόξου λοξοδρομίας εκφρασμένο σε ναυτικά μίλιαβ) «λοξοδρομική πλεύση» — η πλεύση κατά την οποία η πυξίδα δείχνει σταθερά το ίδιο σημείογ) «λοξοδρομικός πίνακας» — πίνακας που περιέχει στοιχεία για τον καθορισμό τού στίγματος από αναμέτρηση κατά τη λοξοδρομική πλεύση.επίρρ...λοξοδρομικώς και -άμε λοξοδρομικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque].
Dictionary of Greek. 2013.