λοξοδρομικός

λοξοδρομικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λοξοδρομία ή αυτός που γίνεται κατά τη λοξοδρομία
2. φρ. α) «λοξοδρομική απόσταση» — το μήκος τού τόξου λοξοδρομίας εκφρασμένο σε ναυτικά μίλια
β) «λοξοδρομική πλεύση» — η πλεύση κατά την οποία η πυξίδα δείχνει σταθερά το ίδιο σημείο
γ) «λοξοδρομικός πίνακας» — πίνακας που περιέχει στοιχεία για τον καθορισμό τού στίγματος από αναμέτρηση κατά τη λοξοδρομική πλεύση.
επίρρ...
λοξοδρομικώς και -ά
με λοξοδρομικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λοξοδρομία — Εκτροπή από την ευθεία πορεία· μεταφορικά, έχει την έννοια της παρεκτροπής. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από τους ναυτικούς και πρόκειται για την τεθλασμένη γραμμή πορείας των ιστιοφόρων, αλλά και για την πλεύση κατά τον μέγιστο κύκλο της… …   Dictionary of Greek

  • λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”